σαμπαχάτι
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
σαbαχάτια
[sabaˈxatça]
Φλογ.
Από το παλαιότ. τουρκ. (< αραβ.) ουσ. sabahat = ομορφιά.
Ωραίο πράγμα
Φλογ.
:
Δαρά σαbαχάτια
(τι ωραία πράγματα τώρα)
Φλογ.
-Dawk.