σαμπουρλούς
(επίθ.)
σαπουρλούς
[sapurlˈus]
Αξ., Φάρασ.
Θηλ.
σαπουρλούσα
[sapurlˈusa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. sabırlı = υπομονετικός.