σαμπλά
(ουσ. ουδ.)
σ̑αμπλά
[σ̑αμπλά]
Μισθ.
σ̑απλά
[ʃaˈpla]
Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. şabla = λάπατο (Rumex patientia) α) είδος χόρτου που φύεται στα βουνά, όπου και τύπ. şapla.
Φυτό που φρέσκο τρωγόταν από τα ζώα, ενώ η ρίζα του χρησιμοποιόταν ως καυστική ύλη
ό.π.τ.