ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαμπλά (ουσ. ουδ.) σ̑αμπλά [σ̑αμπλά] Μισθ. σ̑απλά [ʃaˈpla] Μισθ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. şabla = λάπατο (Rumex patientia) α) είδος χόρτου που φύεται στα βουνά, όπου και τύπ. şapla.
Φυτό που φρέσκο τρωγόταν από τα ζώα, ενώ η ρίζα του χρησιμοποιόταν ως καυστική ύλη ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 18/02/2024