σαμσέκ
(ουσ.)
σ̑αμσ̑έκ
[ʃamˈʃec]
Αξ.
σ̑εμσ̑έκ
[ʃemˈʃec]
Αξ., Μαλακ., Σίλατ.
σαμσά
[samˈsa]
Σινασσ., Φλογ.
σαμψά
[samˈpsa]
Ανακ.
σιπσέκ
[sipˈsek]
Τροχ.
Από το τουρκ. ουσ. çamçak = α) ξύλινο δοχείο β) κουτάλα, όπου και διαλεκτ. ουσ. şepşek = α) χάλκινη ή τσίγκινη κούπα β) ξύλινος κάδος γ) χωνί δ) κουτάλα ε) μικρός κόπανος για το λιώσιμο των σκόρδων, όπου και τύπ. şapşak, şapşa.
1. Ξύλινη κουτάλα
Αξ., Σινασσ., Φλογ.
:
Έφαγε με το σαμψά
(Έφαγε με την ξύλινη κουτάλα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Φρ.
Όπου έν' σαλντάς το σαμσά σ'
(Όπου νά 'ναι βουτάς την κουτάλα σου˙ για ανθρώπους περίεργους, που ανακατεύονται σε ξένες υποθέσεις)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
2. Μικρό κόπανος για το λιώσιμο των οσπρίων
Ανακ.
3. Πήλινο ή γυάλινο μικρό δοχείο, π.χ. κρασιού
Μαλακ., Σίλατ.
4. Μέτρο μέτρησης υγρών ή στερεών, περ. 6 οκάδες
Αξ., Τροχ.
:
Άμε, κρέψε κι έλα το σ̑αμσ̑έκ, να μετρήσ’ τα λίρες
(Πήγαινε, ζήτα το μέτρο και έλα πίσω ώστε να μετρήσεις τα χρυσά κομμάτια)
Αξ.
-Dawk.
'ς τα Πάρτες χάγεν ’να αλαμαλί, τ’ Κεκιλ-λή Ντηρμήτ’ ’ναι· ό,τ͑ις το ηύρεν, ας το παρπάγ’ ‘ς τ σπίτι τ’νε και να πάρ’ ένα σεμσέκ κοκκί
(Στις Πάρτες χάθηκε ένα δαμάλι, του Κεκιλή Δημήτρη είναι· όποιος το βρήκε να το πάει στο σπίτι τους και να πάρει έξι οκάδες σιτάρι)
Αξ.
-Μαυροχ.
Ήταν γιμ το σιπσέκ, λειψό
(Ήταν μισογεμάτο το μέτρο (με τα σιτηρά), λειψό)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.