ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαμπαχτάν (επίρρ.) σαbαχντάν [sabahxˈdan] Αξ., Γούρδ., Ουλαγ., Τελμ., Φερτάκ. σαbαχτάν [sabaxˈtan] Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ. ζαbάχναν [zaˈbaxnan] Φλογ. ζαπάχνα [zaˈpaxna] Μαλακ. ζαbάναν [zaˈbanan] Μισθ. ζαπάαναν [zaˈpaanan] Τσουχούρ., Φάρασ. Από το τουρκ. επίρρ. sabahtan = νωρίς το πρωί, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. sabahdan.
To πρωί, νωρίς το πρωί ό.π.τ. : Σαbαχτάν μαείρεψα κορκοτιού φαΐ (Νωρίς το πρωί μαγείρεψα κουρκούτι) Μισθ. -Κοτσαν. Σαμπαχτανού ντ΄όργου μεριάς 'νι (Η πρωινή δουλειά είναι το κάτι άλλο) Μισθ. -Κοτσαν. Ντο γκοdζάν ντο ναίκα σηκώε σαbαχτάν (Η γρια γυναίκα σηκώθηκε νωρίς το πρωί) Ουλαγ. -Κεσ. Nτίξαν ένα κιο̈σενgί gι ως σαbαχτάν έβγαν, σταφύα, μήλα γκαι αππία (Φύτεψαν ένα δαυλί, κι ως το πρωί βγήκαν σταφύλια, μήλα και αχλάδια) Ουλαγ. -Κεσ. Σηκούνται σαbαχντάν (Σηκώνονται το πρωί) Τελμ. -Dawk. Ως ταχύ σαbαχντάν μη τα τρανάς (Ως αύριο το πρωί μην τα κοιτάς) Γούρδ. -Dawk. Σαbαχτάν τι φαΐ να μποίκουμ', μάνα; (Αύριο τι φαΐ να μαγειρέψουμε, μάνα;) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Είχαμε καλά Τούρκοι στη Μαλακοπιά και μας έρχουντανε κάθε ζαπάχνα (Είχαμε καλούς Τούρκους στη Μαλακοπή και μας έρχονταν κάθε πρωί) Μαλακ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Σηκούσανdι ζαπάαναν τσ̑αι πααίνκαανι τσίπ ο χορανdάς ’ντάμα σην εκκλεσία (Σηκώνονταν νωρίς το πρωί και πήγαινε όλη η οικογένεια μαζί στην εκκλησία) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.
Συνών. έρκεντεν