σαμπαχτάν
(επίρρ.)
σαbαχντάν
[sabahxˈdan]
Αξ., Γούρδ., Ουλαγ., Τελμ., Φερτάκ.
σαbαχτάν
[sabaxˈtan]
Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ.
ζαbάχναν
[zaˈbaxnan]
Φλογ.
ζαπάχνα
[zaˈpaxna]
Μαλακ.
ζαbάναν
[zaˈbanan]
Μισθ.
ζαπάαναν
[zaˈpaanan]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Από το τουρκ. επίρρ. sabahtan = νωρίς το πρωί, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. sabahdan.
To πρωί, νωρίς το πρωί
ό.π.τ.
:
Σαbαχτάν μαείρεψα κορκοτιού φαΐ
(Νωρίς το πρωί μαγείρεψα κουρκούτι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σαμπαχτανού ντ΄όργου μεριάς 'νι
(Η πρωινή δουλειά είναι το κάτι άλλο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντο γκοdζάν ντο ναίκα σηκώε σαbαχτάν
(Η γρια γυναίκα σηκώθηκε νωρίς το πρωί)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Nτίξαν ένα κιο̈σενgί gι ως σαbαχτάν έβγαν, σταφύα, μήλα γκαι αππία
(Φύτεψαν ένα δαυλί, κι ως το πρωί βγήκαν σταφύλια, μήλα και αχλάδια)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Σηκούνται σαbαχντάν
(Σηκώνονται το πρωί)
Τελμ.
-Dawk.
Ως ταχύ σαbαχντάν μη τα τρανάς
(Ως αύριο το πρωί μην τα κοιτάς)
Γούρδ.
-Dawk.
Σαbαχτάν τι φαΐ να μποίκουμ', μάνα;
(Αύριο τι φαΐ να μαγειρέψουμε, μάνα;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Είχαμε καλά Τούρκοι στη Μαλακοπιά και μας έρχουντανε κάθε ζαπάχνα
(Είχαμε καλούς Τούρκους στη Μαλακοπή και μας έρχονταν κάθε πρωί)
Μαλακ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Σηκούσανdι ζαπάαναν τσ̑αι πααίνκαανι τσίπ ο χορανdάς ’ντάμα σην εκκλεσία
(Σηκώνονταν νωρίς το πρωί και πήγαινε όλη η οικογένεια μαζί στην εκκλησία)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
έρκεντεν