ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαμπάχ (ουσ. ουδ.) σαbάχ [saˈbax] Ανακ. σάbαα [ˈsabaa] Μισθ., Τσαρικ. ζαμπάχ [zaˈbax] Τροχ. Από το νεότ. ουσ. σαμπάχ (πβ. Καλλίν. Ἐπιστ. 4.19.3568 «Καὶ ταῦτα λογιζόμενοι ἄρχιζε νὰ χαράζῃ καὶ ὁ μεζίνης τὸ σαμπὰχ στὸν μιναρὲ νὰ κράζῃ»), το οπ. από το τουρκ. ουσ. sabah = πρωί.
1. Πρωί Ανακ., Τροχ. : Σαbάχ σ̑ηκώθα (Σηκώθηκα πρωί) Ανακ. -Κωστ.Α. Aπό σάbαα έλα (Από αύριο έλα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. T' ἀλλ' μέρα, ζαμπάχ-ζαμπάχ, παίρ' πατέρα τ' τα φσ̑άχα με τ' αραμπά, παίν'νε στο ιβουνί (Την άλλη μέρα, πρωί-πρωί, παίρνει ο πατέρας του τα παιδιά με το κάρο, πάνε στο βουνό) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1554
2. Αύριο Μισθ., Τσαρικ. : Σάbαα γιορτάζ’ Λάζαρης (Αύριο γιορτάζει ο Λάζαρος) Τσαρικ. -ΚΜΣ-ΚΠ294