σαμπάχ
(ουσ. ουδ.)
σαbάχ
[saˈbax]
Ανακ.
σάbαα
[ˈsabaa]
Μισθ., Τσαρικ.
ζαμπάχ
[zaˈbax]
Τροχ.
Από το νεότ. ουσ. σαμπάχ (πβ. Καλλίν. Ἐπιστ. 4.19.3568 «Καὶ ταῦτα λογιζόμενοι ἄρχιζε νὰ χαράζῃ καὶ ὁ μεζίνης τὸ σαμπὰχ στὸν μιναρὲ νὰ κράζῃ»), το οπ. από το τουρκ. ουσ. sabah = πρωί.
1. Πρωί
Ανακ., Τροχ.
:
Σαbάχ σ̑ηκώθα
(Σηκώθηκα πρωί)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Aπό σάbαα έλα
(Από αύριο έλα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
T' ἀλλ' μέρα, ζαμπάχ-ζαμπάχ, παίρ' πατέρα τ' τα φσ̑άχα με τ' αραμπά, παίν'νε στο ιβουνί
(Την άλλη μέρα, πρωί-πρωί, παίρνει ο πατέρας του τα παιδιά με το κάρο, πάνε στο βουνό)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
2. Αύριο
Μισθ., Τσαρικ.
:
Σάbαα γιορτάζ’ Λάζαρης
(Αύριο γιορτάζει ο Λάζαρος)
Τσαρικ.
-ΚΜΣ-ΚΠ294