σάμπαχτα
(επίρρ.)
σάbαχτα
[ˈsabaxta]
Αξ., Μισθ.
σαbαχτά
[sabaˈxta]
Αξ.
ζαbαχτά
[zabaxˈta]
Μαλακ., Φλογ.
ζαπαχτά
[zapaˈxta]
Τροχ., Τσουχούρ.
Από την τοπική πτώση sabahta, όπου και παλαιότ. τύπ. sabahda του τουρκ. ουσ. sabah = πρωί.
1. To πρωί
Μαλακ., Τσουχούρ., Φλογ.
:
Ατό σ’ άλλου την ημέρα, ζαπαχτά σηκώθαν
(Την άλλη μέρα το πρωί σηκώθηκαν)
Τσουχούρ.
-VLACH
|| Φρ.
Τασ̑ύ ζαbαχτά
(Αύριο το πρωί˙ Ειρων., ποτέ)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
2. Aύριο
ό.π.τ.
:
Απ΄ σαbαχτάν τσ’ ους σάbαχτα να λάμου
(Από νωρίς το πρωί και ως αύριο θα οργώνω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σάbαχτα γιορτάζου
(Aύριο γιορτάζω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σάbαχτα ντου προυί έρουμι να σι πάρου
(Αύριο το πρωί θα έρθω να σε πάρω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Δεν έν' γιορτή, παρμέν' τσείδι σάbαχτα
(Δεν είναι γιορτή, εργάσιμη είναι αύριο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σάbαχτα 'τουν έρτου, να μι ντώκεις ντέκα ευρώ
(Αύριο που θα έρθω, να μου δώσεις δέκα ευρώ)
Μισθ.
-Φατ.
Σαbαχτά να σφάξω ένα γουρούν'
(Αύριο θα σφάξω ένα γουρούνι)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555