ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σάμπιρ (ουσ. ουδ.) σαbι̂́ρ [saˈbɯr] Ουλαγ. σάbρι [ˈsabri] Αραβαν., Σίλ. σάbουρ [ˈsabur] Αξ. σαπΰρια [saˈpyrʝa] Φλογ. σαπούρι [saˈpuri] Φάρασ. Aπό το τουρκ. ουσ. sabır ( < αραβ. sabr) = α) υπομονή β) εγκαρτέρηση, όπου και διαλεκτ. τύπ. sabir. Ο τύπ. σάbρι νεότ. (Mackridge 2021: 65). Πβ. και Βυζ. Βαβυλων. 65 «Σάμπρι τὰ κάμω, τζαρὲ ντὲν εἶναι» (θα κάνω υπομονή, δεν υπάρχει τρόπος σωτηρίας).
Yπομονή ό.π.τ. : Ποίσ' σάbρι πολ̑ύ, να νάβρεις καλοσ̑ύνια πολλά (Κάνε πολλή υπομονή και θα βρεις πολλά καλά) Σίλ. -Dawk. Καργιά τ' αν ντο πουλί πέταν-νεν, φάκατ μποίκεν σάbουρ (Η καρδιά της αναπέταξε σαν το πουλί, αλλά έκανε υπομονή) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ντο κορίτσ̑΄ σαbι̂́ρ να έισ̑κε, ντο παιί νο'ο πάρ' τον (Το κορίτσι αν είχε υπομονή, το παιδί θα την έπαιρνε) Ουλαγ. -Κεσ. Τ΄ χολή τ' ντέν ντo παίρ', σάν' σάboυρ (Δεν ξεθυμαίνει, κάνει υπομονή) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Κάνε σαπούρι (Κάνε υπομονή) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Ποίτσιν σαπούρι με χέμεν τζίριξεν (Έκαμε υπομονή, μα ξαφνικά ξέσπασε) Φάρασ. -Παπαδ. Συνών. γαναάτι :2, υπομονή