σαν (II)
(πρόθ.)
σαν
[san]
Ανακ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φερτάκ.
ζαν
[zan]
Φερτάκ.
σεν
[sen]
Φερτάκ.
ζεν
[zen]
Φερτάκ.
σον
[son]
Αραβαν., Ουλαγ.
σουν
[sun]
Μισθ.
'αν
[an]
Αξ., Μισθ., Σεμέντρ., Σίλ., Τελμ., Φάρασ., Φκόσ.
χαν
[xan]
Μαλακ., Φλογ.
Από το μεσν. σάν από το μεταγν. ὡσάν με αποβολή του αρκτ. άτονου φων. Το 'ἀν χωρίς αρκτ. [s] μέσω επαναλύσης κατά τη συμπροφ. με λέξη που έληγε σε [s] ή απλώς με φωνολογική μείωση στα πλαίσια περαιτέρω γραμματικοποίησης. Εναλλακτικά, ο τύπ. αν θα μπορούσε να προέρχεται από την πρόθ. αντί (βλ. αντί 2) με απλολ. σε συνεκφ. με έναρθρο συμπλήρωμα (π.χ. αντί το μέλι > αν το μέλι 'σαν το μέλι').
Πβ.
αντί
Όπως
ό.π.τ.
:
Σαν το άνομος κατεβαίνισκε
(Ροβολούσε προς τα κάτω σαν τον άνεμο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Σεν ντο παιdί μ' έχω σε
(Σαν το παιδί μου σ' έχω)
Φερτάκ.
-Κρινόπ.
'γαπώ ντου γιολντάση μ' αν ντου γαρντάση μ'
(Αγαπώ τον φίλο μου σαν τον αδελφό μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σον εσένα άρωπο ντεν είρα
(Σαν εσένα άνθρωπο δεν έχω δει)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Σουν ντ' οβγό κουκούι
(χαλάζι σε μέγεθος αυγού)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Nτρανούν τ' κοριτσ̑ιού το πρόσωπο 'αν το φεγγάρι
(Κοιτούν το πρόσωπο του κοριτσιού (και είναι) όπως το φεγγάρι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Κάσιτι 'αν ντου ζητιάνου
(Κάθεται σαν τον ζητιάνο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Μισ̑ώτ' τσοιμόαν απέσ' σα στάβλουιγια, γιαυτό γέναν αν ντα χτηνά
(Οι Μιστιώτες κοιμόντουσαν μέσα στους στάβλους, γιαυτό έγιναν σαν τα τις αγελάδες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
'αν̇ γαϊdουριού το π'λάρ'
(σαν γαϊδουριού πουλάρι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Το παιδί μ’ το Βαγγελ’ αν dο νερό το ψαλλίσκ'
(Το παιδί μου το Ευαγγέλιο το διαβάζει σαν νερό)
Τελμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ261
'αν̑ εμέ
(σαν εμένα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Να τα bοίκεις χαν ντα παλιά
(Να τα κάνεις όπως τα παλιά)
Φλογ.
-Dawk.
Αν κει σπίτια ζεν γιαυτού τα σπίτια, να ντέκω το κορίτσ̑ι μ.
(Αν φτιάχνει σπίτια σαν τα δικά του σπίτια, θα του δώσω την κόρη μου)
Φερτάκ.
-Dawk.
Ετό άθρωπος δ΄ έναι χαν τα άλλα τα αθρώπ'
(Αυτός ο άνθρωπος δεν είναι σαν τους άλλους ανθρώπους)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
|| Φρ.
Σαν ετό δύο
(όπως αυτό δύο˙ δύο φορές αυτό)
Ανακ.
-Cost.
|| Παροιμ.
Έν' αβούτσι 'αν τζ̑είνο το στσ̑υλ-λί του 'αλεί πολύ τσ̑αι τζ̑ο πορεί να δάτσ̑ει
(Είναι τέτοιος, σαν εκείνο το σκυλί που γαβγίζει πολύ και δεν μπορεί να δαγκάσει˙ Σκυλί που γαβγίζει δεν δαγκώνει)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Σον το γουδούσ̑' το σ̑κυλί μη ντάκνεις
(Σαν το λυσσασμένο σκυλί μη δαγκώνεις˙ Μην είσαι γκρινιάρης ή κακός άνθρωπος)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Είν' τα ζευγολίτια τ' σαν άκλωστα μετάξια
(Είναι οι ζεύγλες του σαν άκλωστα μετάξια)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σαν τση μάνα, σαν τση μάνα, σαν εκείνη τση μάνα
επὤχει τους εννιά υιούς και τες εννιά νυφάδες (Σαν την μάνα, σαν την μάνα, σαν εκείνη την μάνα
που 'χει τους εννιά γιους και τις εννιά νυφάδες, (δεν υπάρχει)) Φερτάκ. -Αλεκτ. Συνών. ον
επὤχει τους εννιά υιούς και τες εννιά νυφάδες (Σαν την μάνα, σαν την μάνα, σαν εκείνη την μάνα
που 'χει τους εννιά γιους και τις εννιά νυφάδες, (δεν υπάρχει)) Φερτάκ. -Αλεκτ. Συνών. ον
β.
Σε συνδυασμό με το να τίθεται πριν από πρόταση και μετριάζει τη βεβαιότητα των λεγομένων
Σινασσ.
:
|| Ασμ.
Οχτώ αδέλφια αντίκρυσα σαν να 'χανε και άλλους
(Οχτώ αδέλφια αντίκρυσα και μάλλον είχανε και άλλους μαζί τους)
Σινασσ.
-Αρχέλ.