σαντάλια
(ουσ. θηλ.)
σανdάλια
[sanˈdaʎa]
Αραβαν., Τελμ.
Από το τουρκ. ουσ. sandalye (< αραβ. şandaliyye) = καρέκλα, όπου και διαλεκτ. τύπ. sandalya.
Καρέκλα
ό.π.τ.
:
Πάγωσε και 'πόμ'νε κι έπεσε απάνω σο σανdάλια τ'
(Πάγωσε κι έμεινε σύξυλο κι έπεσε στην καρέκλα του)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.