ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαντάλια (ουσ. θηλ.) σανdάλια [sanˈdaʎa] Αραβαν., Τελμ. Από το τουρκ. ουσ. sandalye (< αραβ. şandaliyye) = καρέκλα, όπου και διαλεκτ. τύπ. sandalya.
Καρέκλα ό.π.τ. : Πάγωσε και 'πόμ'νε κι έπεσε απάνω σο σανdάλια τ' (Πάγωσε κι έμεινε σύξυλο κι έπεσε στην καρέκλα του) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.