ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαν (I) (σύνδ.) σαν [san] Αφσάρ., Μαλακ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ. σα [sa] Αφσάρ., Μαλακ., Φάρασ., Φερτάκ. σον [son] Φλογ. σο [so] Αξ. Από τον μεσν. σύνδ. ὡσάν (με αποβολή του αρκτ. άτονου φων.) από τη μεταγν. πρόθ. ὡσάν = σαν, επειδή το "σαν" δηλώνει κάτι το (συγκριτικά) σύγχρονο με κάτι άλλο. Οι τύπ. με [o] πιθ. από επίδρ. του ον. Η σημ. 2 ίσως να οφείλεται στο ότι πολλές φορές η υποθετική και η χρον. σημ. είναι πολύ κοντά η μιά στην άλλη.
1. Όταν, αφού, ενώ, έως, ώσπου ό.π.τ. : Σα χα χτίσουν το του Σκαλικά το γαλά, σωρεύτον τσ̑ιπ͑ (Όταν θα έχτιζαν του Σκαλικά το κάστρο, μαζεύτηκαν όλοι) Φάρασ. -Αναστασ. Σον γετ-τίσ̑' το βαdέ τ' (Όταν έρθει η ώρα του να πεθάνει) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361
2. Αν Αφσάρ., Μαλακ., Ουλαγ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ. : || Παροιμ. Σαν θέλ' η νύφη κι ο γαμβρός, τύφλα να' χουν τα συμπεθέρια (Αν θέλ' η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα να 'χει ο πεθερός) Σινασσ. -Αρχέλ. || Ασμ. Σαν την είδες και την ξεύρεις, πες με τι φορεί; (Αν την είδες και την γνωρίζεις, πες μου τι φορεί) Σινασσ. -Αρχέλ.