σαν (I)
(σύνδ.)
σαν
[san]
Αφσάρ., Μαλακ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ.
σα
[sa]
Αφσάρ., Μαλακ., Φάρασ., Φερτάκ.
σον
[son]
Φλογ.
σο
[so]
Αξ.
Από τον μεσν. σύνδ. ὡσάν (με αποβολή του αρκτ. άτονου φων.) από τη μεταγν. πρόθ. ὡσάν = σαν, επειδή το "σαν" δηλώνει κάτι το (συγκριτικά) σύγχρονο με κάτι άλλο. Οι τύπ. με [o] πιθ. από επίδρ. του ον. Η σημ. 2 ίσως να οφείλεται στο ότι πολλές φορές η υποθετική και η χρον. σημ. είναι πολύ κοντά η μιά στην άλλη.
1. Όταν, αφού, ενώ, έως, ώσπου
ό.π.τ.
:
Σα χα χτίσουν το του Σκαλικά το γαλά, σωρεύτον τσ̑ιπ͑
(Όταν θα έχτιζαν του Σκαλικά το κάστρο, μαζεύτηκαν όλοι)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Σον γετ-τίσ̑' το βαdέ τ'
(Όταν έρθει η ώρα του να πεθάνει)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
2. Αν
Αφσάρ., Μαλακ., Ουλαγ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ.
:
|| Παροιμ.
Σαν θέλ' η νύφη κι ο γαμβρός, τύφλα να' χουν τα συμπεθέρια
(Αν θέλ' η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα να 'χει ο πεθερός)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Ασμ.
Σαν την είδες και την ξεύρεις, πες με τι φορεί;
(Αν την είδες και την γνωρίζεις, πες μου τι φορεί)
Σινασσ.
-Αρχέλ.