σαντακάς
(ουσ.)
Αρσ.
σαdαqάς
[sadaˈqas]
Φάρασ.
Ουδ.
σαdακά
[sadaˈka]
Ουλαγ.
Αρσ.
σαταγάς
[sata'ɣas]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. sadaka (< αραβ.) = ελεημοσύνη, όπου και διαλεκτ. τύπ. sadağa.
Κόλλυβα, ελεημοσύνη
ό.π.τ.
:
Να υπάμε σον νταdά μου, να σεζ δώσει α σαdαqάς
(ας πάμε στον πατέρα μου, να σου δώσει ελεημοσύνη)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Παροιμ.
Ο φουχαράς ο νομάτ' δίτει το ζενgίνη σαταγάς
(ο φτωχός ο άνθρωπος δίνει στον πλούσιο ελεημοσύνη ˙ όταν κάποιος δίνει σε άλλον που έχει περισσότερα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.