ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαντακάς (ουσ.) Αρσ. σαdαqάς [sadaˈqas] Φάρασ. Ουδ. σαdακά [sadaˈka] Ουλαγ. Αρσ. σαταγάς [sata'ɣas] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. sadaka (< αραβ.) = ελεημοσύνη, όπου και διαλεκτ. τύπ. sadağa.
Κόλλυβα, ελεημοσύνη ό.π.τ. : Να υπάμε σον νταdά μου, να σεζ δώσει α σαdαqάς (ας πάμε στον πατέρα μου, να σου δώσει ελεημοσύνη) Φάρασ. -Dawk. || Παροιμ. Ο φουχαράς ο νομάτ' δίτει το ζενgίνη σαταγάς (ο φτωχός ο άνθρωπος δίνει στον πλούσιο ελεημοσύνη ˙ όταν κάποιος δίνει σε άλλον που έχει περισσότερα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.