σαμπουρσουζλούκ
(ουσ. ουδ.)
σαbουρσουζλούχ
[sabursuzˈlux]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. sabırsızlık = ανυπομονησία.
Ανυπομονησία
:
Oύλ-λα έχ' νε 'να σαbουρσουζλούχ, άτζαbα σ’ τhίνος κεφάλ' να κάτσ̑' ντεγί
(Όλοι έχουν μιά ανυπομονησία, άραγε σε τίνος το κεφάλι θα κάτσει (ενν. το πουλί))
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.