ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαμπουρσουζλούκ (ουσ. ουδ.) σαbουρσουζλούχ [sabursuzˈlux] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. sabırsızlık = ανυπομονησία.
Ανυπομονησία : Oύλ-λα έχ' νε 'να σαbουρσουζλούχ, άτζαbα σ’ τhίνος κεφάλ' να κάτσ̑' ντεγί (Όλοι έχουν μιά ανυπομονησία, άραγε σε τίνος το κεφάλι θα κάτσει (ενν. το πουλί)) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.