σαμπαχλαϊνά
(επίρρ.)
σαbάχλαϊνά
[saˈbaxlaina]
Τελμ.
Aπό το τουρκ. επίρρ. sabahleyin, και το παραγωγ. -επίθμ. -α.
Το πρωί
:
Σαbάχλαϊνά ότσ̑ις κι έρτσ̑' γκαι 'εμώσ̑' το λαήνι, να το πάρω
(Το πρωί όποια έρθει και γεμίσει το λαγήνι, θα την παντρευτώ)
Τελμ.
-Dawk.