ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαμού (σύνδ.) σαμού [saˈmu] Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. σαμή [saˈmi] Φάρασ. σάμα [ˈsama] Φάρασ. σάμο [ˈsamo] Φάρασ. σάμ' [sam] Σινασσ., Φάρασ. Πιθ. από την φρ. (ω)σαν που.
Μόλις, όταν ό.π.τ. : Σαμού ήρτε ο νομάτ'ς, είbεν (Μόλις ήρθε ο άνθρωπος, είπε) Φάρασ. -Dawk. Σαμ' έκοψαν ντο τζ̑ουφάλιν ντου, 'πόμεινε το τζ̑ουφάλιν ντου σο πιθάρι 'πέσου (Όταν έκοψαν το κεφάλι του (μοσχαριού που είχε σφηνώσει με το κεφάλι του μέσα στο πιθάρι), έμεινε το κεφάλι του μέσα στο πιθάρι) Φάρασ. -Dawk. Σάμ' άνοιξαμ' τη θύρα του σ̑ειμωκού, ευτύς σέμην ο αγέρας και το σ̑όνι μέσα (Μόλις ανοίξαμε την πόρτα του χειμωνικού δωματίου, αμέσως μπήκε ο αέρας και το χιόνι μέσα) Σινασσ. -Λεύκωμα Σάμο έφυγαν, 'κούλ'θ'σαμ' την στράτα, ξείλ'σαμ' 'ς αν παλό ορένι, 'πνώσαμ' αdζεί (Μόλις έφυγαν (οι κλέφτες που μας απειλούσαν), ακολουθήσαμε τον δρόμο, φτάσαμε σ'ένα παλιό ερείπιο, κοιμηθήκαμε εκεί) Φάρασ. -Thumb || Παροιμ. Σάμ' έσ' ψωμί, τσ̑ιπ σαϊτιέν σε· σαμού τζ̑ο 'σ' ψωμί, κανείς τζ̑ο σαϊτιέ σε (Όταν έχεις ψωμί, όλοι σε λογαριάζουν· όταν δεν έχεις ψωμί, κανείς δεν σε λογαριάζει˙ Αν είσαι ευκατάστατος όλοι σε υπολογίζουν, ενώ, αν είσαι (πολύ) φτωχός, όχι.) -Λουκ.Λουκ. Σαμού δίτ' το καdζί σου, πίσου μη τα παίρ' (Όταν δίνεις το λόγο σου, μην το παίρνεις πίσω˙ Πρέπει κανείς να είναι αξιόπιστος και συνεπής) Φάρασ. -Κελεκ. Συνών. αν, αφώσκαι, όταν :1, όταν :2, τζας :1