σαματατζής
(ουσ. αρσ.)
σ̑αματατζής
[ʃamataˈdzis]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. şamatacı = αυτός που προκαλεί φασαρία.
Αυτός που προκαλεί σαματά, φασαρία
Τροποποιήθηκε: 04/06/2025