σαματάς ( ουσ.
)
σαματάς
[samaˈtas]
Μισθ.
σ̑αματ͑άς
[ʃaˈmaˈtʰas]
Φάρασ.
σ̑αματά
[ʃamaˈta]
Μαλακ.
...
σαματατζής
(ουσ. αρσ.)
σ̑αματατζής
[ʃamataˈdzis]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. şamatacı = αυτός που προκαλεί φασαρία.
Αυτός που προκαλεί σαματά, φασαρία