σαμαλούσα
(επίθ.)
σαμαλούσα
[samaˈlusa]
Σίλ.
Από το τουρκ. επίθ. Şamanlı = ο σχετικός με σαμάνο, στον οποίο απέδιδαν μαγικές ιδιότητες ότι προλέγει το μέλλον και θεραπεύει ασθένειες, με αφομ. του [n].
Θαυματουργή