ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαμαλούσα (επίθ.) σαμαλούσα [samaˈlusa] Σίλ. Από το τουρκ. επίθ. Şamanlı = ο σχετικός με σαμάνο, στον οποίο απέδιδαν μαγικές ιδιότητες ότι προλέγει το μέλλον και θεραπεύει ασθένειες, με αφομ. του [n].
Θαυματουργή