σαλός
(επίθ.)
σαλός
[sa'los]
Γούρδ.
Από το μεσν. επιθ. σαλός = φλύαρος, τρελός, το οπ. υποχωρητ. από το ρ. σαλεύω, πβ. Ἡσύχ. Υ 826 «ὑσθλός· σαλός, φλύαρος».
Ανόητος
Συνών.
αβανάκος