ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαμ (I) (επίρρ.) σαμ [sam] Φάρασ. Από την φρ. ίσα με.
Ίσα με, όταν : Ατότες, σαμ' έκοψαν ντο τζ̑ουφάλιν ντου, πόμεινε το dΖουφάλιν ντου σο πιθάρι 'πέσου (Τότε ίσα με που του έκοψαν το κεφάλι, έμεινε το κεφάλι μέσα στο πιθάρι)