σαμ (I)
(επίρρ.)
σαμ
[sam]
Φάρασ.
Από την φρ. ίσα με.
Ίσα με, όταν
:
Ατότες, σαμ' έκοψαν ντο τζ̑ουφάλιν ντου, πόμεινε το dΖουφάλιν ντου σο πιθάρι 'πέσου
(Τότε ίσα με που του έκοψαν το κεφάλι, έμεινε το κεφάλι μέσα στο πιθάρι)