σάμαλι
(ουσ. ουδ.)
σάμαλι
['samali]
Ουλαγ.
σάμαλα
[ˈsamala]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. şamalı = κέρινος.
Κερί
Τροποποιήθηκε: 19/06/2025