ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σάλτα (ουσ. θηλ.) σάλτα ['salta] Ανακ., Αξ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλατ., Τζαλ., Τσαρικ., Φάρασ., Φλογ. σαλταμάρκα [saltaˈmarka] Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. salta = είδος κοντής ζακέτας χωρίς κολλάρο και κουμπιά (< ιταλ. saltamarka, βλ. Kahane, Kahane & Tietze 1958: 384, λ. saltamarka).
Ανδρικό και γυναικείο κοντό σακάκι ό.π.τ. : Φοραίναμ' κι ένα πισκίρ', ένα σαλταμάρκα κι ένα ταραπλού ζωνάρ' και νισκόμαστε νυφάδες με γεμενιά και καλίκια (Φοράγαμε και μιά ποδιά, μιά κοντή ζακέτα κι ένα κεντητό ζωνάρι και γινόμαστε νυφάδες με μαντήλες και γαλότσες) Σινασσ. -Λεύκωμα || Ασμ. H σάλτα τ'ς έν' φκουμισμέν' αλτουνώνα,
βροσ̑άλε δαχτυλίδε ελμασώνα
(H ζακέτα της είναι πλουμισμένη με χρυσάφι, τα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια της διαμαντένια) Φάρασ. -Λαμπρ.