ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαλιάρης (επίθ.) σαλιάρης [sa'ʎaris] Γούρδ. σελιάρ' [se'ʎar] Αξ., Μαλακ., Μισθ., Τσαρικ. Από το νεότ. ουσ. σαλιάρης (βλ. Λεξ. Σομ.), το οπ. από το ουσ. σάλιο και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης. Ο τύπ. σελιάρ' με τροπή [a] > [e] πριν από [l].
Σαλιάρης, σαχλός ό.π.τ.