σαλιάρης
(επίθ.)
σαλιάρης
[sa'ʎaris]
Γούρδ.
σελιάρ'
[se'ʎar]
Αξ., Μαλακ., Μισθ., Τσαρικ.
Από το νεότ. ουσ. σαλιάρης (βλ. Λεξ. Σομ.), το οπ. από το ουσ. σάλιο και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης. Ο τύπ. σελιάρ' με τροπή [a] > [e] πριν από [l].
Σαλιάρης, σαχλός
ό.π.τ.