σαλέπι
(ουσ. ουδ.)
σαλέπι
[sa'lepi]
Γούρδ., Φάρασ.
Νεότ. ουσ. σαλέπι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. salep = α) το φυτό όρχις β) ζεστό ρόφημα παραγόμενο από τις ρίζες του φυτού αυτού.
Το φυτό όρχις ή ορχιδέα η άρρην (Orchis mascula) της οικογένειας των ορχεοειδών, κοινώς σαλέπι ή σερνικοβότανο, και το από αυτό παραγόμενο ρόφημα
ό.π.τ.