ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαλέπι (ουσ. ουδ.) σαλέπι [sa'lepi] Γούρδ., Φάρασ. Νεότ. ουσ. σαλέπι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. salep = α) το φυτό όρχις β) ζεστό ρόφημα παραγόμενο από τις ρίζες του φυτού αυτού.
Το φυτό όρχις ή ορχιδέα η άρρην (Orchis mascula) της οικογένειας των ορχεοειδών, κοινώς σαλέπι ή σερνικοβότανο, και το από αυτό παραγόμενο ρόφημα ό.π.τ.