ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαλάτα (ουσ. θηλ.) σαλάτα [sa'lata] Γούρδ., Μισθ., Σίλ. Αρσ. σαλατάς [sala'tas] Φάρασ. Από το νεότ. ουσ. σαλάτα, το οπ. από το βεν. ουσ. salata. Πβ. και τουρκ. ουσ. salata.
Σαλάτα ό.π.τ. : Σε ποίσου μιά σαλάτα (Θα σου φτιάξω μιά σαλάτα) Σίλ. -Κωστ.Σ.