σαλάτα
(ουσ. θηλ.)
σαλάτα
[sa'lata]
Γούρδ., Μισθ., Σίλ.
Αρσ.
σαλατάς
[sala'tas]
Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. σαλάτα, το οπ. από το βεν. ουσ. salata. Πβ. και τουρκ. ουσ. salata.
Σαλάτα
ό.π.τ.
:
Σε ποίσου μιά σαλάτα
(Θα σου φτιάξω μιά σαλάτα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.