σαλάντημα
(ουσ. ουδ.)
σαλ-λάτημα
[salˈlatima]
Φάρασ.
Από το αορ. θ. του ρ. σαλαντίζω, όπου και τύπ. σαλ-λατώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Κούνημα