σαλαχανάς
(ουσ. αρσ.)
σαλαχανάς
[salahaˈnas]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. salhane = σφαγείο.
Σφαγείο
Τροποποιήθηκε: 24/06/2025