ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σάλεμα (ουσ. ουδ.) σάλεμα ['salema] Αξ., Αραβαν., Μισθ., Τροχ., Φερτάκ. σάλευμα [ˈsalevma] Σίλατ. Από το μεσν. ουσ. σάλεμα, το οπ. από το μεταγν, ουσ. σάλευμα.
1. Κούνημα Μισθ. : Σάλιψι δου μαχαίρ', μι δου σάλεμα απ' δου μαχαίρ΄, κραπ κόπη ιτό (Κουνήθηκε το μαχαίρι, με το κούνημα του μαχαιριού κράπ! κόπηκε αυτό, ενν. το δάχτυλο) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Σάλεμα μη σαλέψ'! (Μην κουνηθείς καθόλου!) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887
2. Περπάτημα Αξ., Αραβαν., Σίλατ., Τροχ. : Εκειά σάλευμα τράνα! (Δες εκεί περπάτημα) Σίλατ. -Χωλόπ. Μα ατό το σάλεμα dε γετισ̑τίζουμ’ (Μ’ αυτό το περπάτημα δεν προλαβαίνουμε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Παροιμ. «Σ̑ολώνα, πού πας;»· «Σο Χριστό»· «Απ' το σάλεμα σ' φαίνεσαι» («Χελώνα, πού πηγαίνεις;»· «Στον τάφο του Χριστού»· «Από το βάδισμά σου φαίνεται»˙ Για όσους καταπιάνονται με δουλειές που είναι παραπάνω από τις δυνάμεις τους) Φερτάκ. -Αρχέλ. χ̇ελώνα ρώτ'σαν: «Πού παίνεις;»· «Για να προσκυνήσω σον Άι-Ντάφο»· «Ασ' σο σάλεμά σ' 'ναι μπελλί» (Την χελώνα την ρώτησαν: «Πού πηγαίνεις;»· «Για να προσκυνήσω στον Άγιο Τάφο»· «Από το βάδισμά σου φαίνεται»˙ το ίδιο) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1554