σάλεμα
(ουσ. ουδ.)
σάλεμα
['salema]
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Τροχ., Φερτάκ.
σάλευμα
[ˈsalevma]
Σίλατ.
Από το μεσν. ουσ. σάλεμα, το οπ. από το μεταγν, ουσ. σάλευμα.
1. Κούνημα
Μισθ.
:
Σάλιψι δου μαχαίρ', μι δου σάλεμα απ' δου μαχαίρ΄, κραπ κόπη ιτό
(Κουνήθηκε το μαχαίρι, με το κούνημα του μαχαιριού κράπ! κόπηκε αυτό, ενν. το δάχτυλο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Σάλεμα μη σαλέψ'!
(Μην κουνηθείς καθόλου!)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
2. Περπάτημα
Αξ., Αραβαν., Σίλατ., Τροχ.
:
Εκειά σάλευμα τράνα!
(Δες εκεί περπάτημα)
Σίλατ.
-Χωλόπ.
Μα ατό το σάλεμα dε γετισ̑τίζουμ’
(Μ’ αυτό το περπάτημα δεν προλαβαίνουμε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
«Σ̑ολώνα, πού πας;»· «Σο Χριστό»· «Απ' το σάλεμα σ' φαίνεσαι»
(«Χελώνα, πού πηγαίνεις;»· «Στον τάφο του Χριστού»· «Από το βάδισμά σου φαίνεται»˙ Για όσους καταπιάνονται με δουλειές που είναι παραπάνω από τις δυνάμεις τους)
Φερτάκ.
-Αρχέλ.
χ̇ελώνα ρώτ'σαν: «Πού παίνεις;»· «Για να προσκυνήσω σον Άι-Ντάφο»· «Ασ' σο σάλεμά σ' 'ναι μπελλί»
(Την χελώνα την ρώτησαν: «Πού πηγαίνεις;»· «Για να προσκυνήσω στον Άγιο Τάφο»· «Από το βάδισμά σου φαίνεται»˙ το ίδιο)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554