σαλάχι
(ουσ. ουδ.)
σαλάχ̇ι
[saˈlaxi]
Κίσκ.
σ̑αλάχ
[ʃa'lax]
Αξ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. salak = είδος μικρού πεπονιού, πρόωρο μικρό καρπούζι (THADS 10, λ. salak III).
Kαρπούζι το οπ. δεν μεγάλωσε
ό.π.τ.