σαλάγημα
(ουσ. ουδ.)
σαλάημα
[sa'laima]
Μισθ.
Από το ρ. σαλαΐζου και παραγωγ. επίθμ. -μα.
Κούνημα
:
Νανουϊού ντου σαλάημα
(Το κούνημα της κούνιας του μωρού )
Μισθ.
-Κοτσαν.