σακκοάμι
(ουσ. ουδ.)
σακκοάμι
[sakoˈami]
Φάρασ.
Πιθ. από το ουσ. σακκί και το μεσν. ουσ. λαμνί = μεταλλικό πιάτο (< μεσν. λάμνα και το παραγωγ. επίθν. -α). Πβ. ν.ε. διαλεκτ. λαμνί, όπου και τύπ. λαμί, 'αμνί. Εναλλακτικά, από το αμάρτ. σακκογόμι, το οπ. από τα ουσ. σάκκος και γόμος = φορτίο (η λ. Πόντ.) με παραγωγ. επίθμ. -ι.
Mεγάλο σακκί 60 οκάδων