ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σακκοάμι (ουσ. ουδ.) σακκοάμι [sakoˈami] Φάρασ. Πιθ. από το ουσ. σακκί και το μεσν. ουσ. λαμνί = μεταλλικό πιάτο (< μεσν. λάμνα και το παραγωγ. επίθν. ). Πβ. ν.ε. διαλεκτ. λαμνί, όπου και τύπ. λαμί, 'αμνί. Εναλλακτικά, από το αμάρτ. σακκογόμι, το οπ. από τα ουσ. σάκκος και γόμος = φορτίο (η λ. Πόντ.) με παραγωγ. επίθμ. .
Mεγάλο σακκί 60 οκάδων