σακατλού
(επίθ.)
σακατλού
[sakat'lu]
Μαλακ.
Από το ουσ. σακάτης, όπου και τύπ. σακάτ', και το παραγωγ. επίθμ. -λής.
Αυτός ο οποίος πάσχει από κήλη