ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σακάρι (επίθ.) σακάρ' [saˈkar] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ., Τροχ., Τσελτ. σακ-κάρι [sakˈkari] Φάρασ. σακ-κάρ [saˈkkar] Αξ. Θηλ. σακ-καρού [sakkaˈru] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. sakar = ατζαμής, αδέξιος.
1. Γρουσούζης Μισθ., Τροχ., Τσελτ. : Τ' Αϊ Βασιλείου γάλια αφήνεις κανά σακάρ' να μη σου σπίτ’ απέσ' (Την Πρωτοχρονιά πρόσεχε μην αφήσεις κανένα γρουσούζη να μην μπει στο σπίτι) Μισθ. -Κοτσαν. Ήρταμ’ σ’ ένα σακάρ' ιράστε κι έλαχεν το μάτ’ (Συναντήσαμε έναν γρουσούζι και μας μάτιασε) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Συνών. γρουσούζης, χαϊρσούζης, Αντίθ γουρλής, καντεμλής, μπαχτλού :1, χαϊρλούς
β. Ειδικότ., αυτός που ματιάζει εύκολα και πολύ Μισθ., Τροχ.
2. Σημαδεμένος Αραβαν. : Σακάρ' τανά (Σημαδεμένο μοσχάρι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
β. Ζώο 'σημαδεμένο' με άσπρες βούλες Ανακ., Αξ., Φάρασ. : Σακάρ' καϊdούρ (Γαϊδούρι με άσπρο σημάδι ) Ανακ. -Κωστ.Α.