σακάρι
(επίθ.)
σακάρ'
[saˈkar]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ., Τροχ., Τσελτ.
σακ-κάρι
[sakˈkari]
Φάρασ.
σακ-κάρ
[saˈkkar]
Αξ.
Θηλ.
σακ-καρού
[sakkaˈru]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. sakar = ατζαμής, αδέξιος.
1. Γρουσούζης
Μισθ., Τροχ., Τσελτ.
:
Τ' Αϊ Βασιλείου γάλια αφήνεις κανά σακάρ' να μη σου σπίτ’ απέσ'
(Την Πρωτοχρονιά πρόσεχε μην αφήσεις κανένα γρουσούζη να μην μπει στο σπίτι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ήρταμ’ σ’ ένα σακάρ' ιράστε κι έλαχεν το μάτ’
(Συναντήσαμε έναν γρουσούζι και μας μάτιασε)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Συνών.
γρουσούζης, χαϊρσούζης, Αντίθ
γουρλής, καντεμλής, μπαχτλού :1, χαϊρλούς
β.
Ειδικότ., αυτός που ματιάζει εύκολα και πολύ
Μισθ., Τροχ.
2. Σημαδεμένος
Αραβαν.
:
Σακάρ' τανά
(Σημαδεμένο μοσχάρι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
β.
Ζώο 'σημαδεμένο' με άσπρες βούλες
Ανακ., Αξ., Φάρασ.
:
Σακάρ' καϊdούρ
(Γαϊδούρι με άσπρο σημάδι
)
Ανακ.
-Κωστ.Α.