σακάλι
(ουσ. ουδ.)
σακάλ'
[saˈkal]
Ουλαγ.
σαχάλι
[saˈxali]
Φάρασ.
σαχάλ'
[saˈxal]
Ανακ.
Πληθ.
σακάλια
[saˈkaʎa]
Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Τελμ., Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. sakal, όπου και διαλεκτ. τύπ. sahal = α) γένια β) φαβορίτες γ) δελφινιέρα βάρκας δ) είδος πινέλου.
Μούσι, γένι
ό.π.τ.
:
Του öλτσ̑ϋτζϋ τα σαqάλια άσπρα 'νdαι γιόξα μαύρα 'νdαι;
(Τα γένια του κατασκευαστή μέτρων είναι άσπρα ή μαύρα;)
Τελμ.
-Dawk.
Ντα σακάλια σ’ μάκρυναν
(Τα γένια σου μεγάλωσαν )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σε τουν ποίσου ένα παιρί οπ’ αλτουλένια μαλλιά, αλτουλένια σακάλια κι αλτουλένια μπιγίχγια
(Θα του κάνω ένα παιδί με χρυσά μαλλιά, χρυσά γένια και χρυσά μουστάκια)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Το ’μότουρ’ πατισάχος έπιασε τα σακάλια τ’ και dι̂σ̑ι̂́νdιζ
(Ο δικός μας βασιλιάς έπιασε τα γένια του και σκεφτόταν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Παπάς τα σακάλια τ’ βλογά ομπρό
(Ο παπάς βλογά πρώτα τα γένια του˙ ο καθένας φροντίζει πρώτα τον εαυτό του)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
γένι