ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σακάλι (ουσ. ουδ.) σακάλ' [saˈkal] Ουλαγ. σαχάλι [saˈxali] Φάρασ. σαχάλ' [saˈxal] Ανακ. Πληθ. σακάλια [saˈkaʎa] Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Τελμ., Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. sakal, όπου και διαλεκτ. τύπ. sahal = α) γένια β) φαβορίτες γ) δελφινιέρα βάρκας δ) είδος πινέλου.
Μούσι, γένι ό.π.τ. : Του öλτσ̑ϋτζϋ τα σαqάλια άσπρα 'νdαι γιόξα μαύρα 'νdαι; (Τα γένια του κατασκευαστή μέτρων είναι άσπρα ή μαύρα;) Τελμ. -Dawk. Ντα σακάλια σ’ μάκρυναν (Τα γένια σου μεγάλωσαν ) Μισθ. -Κοτσαν. Σε τουν ποίσου ένα παιρί οπ’ αλτουλένια μαλλιά, αλτουλένια σακάλια κι αλτουλένια μπιγίχγια (Θα του κάνω ένα παιδί με χρυσά μαλλιά, χρυσά γένια και χρυσά μουστάκια) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Το ’μότουρ’ πατισάχος έπιασε τα σακάλια τ’ και dι̂σ̑ι̂́νdιζ (Ο δικός μας βασιλιάς έπιασε τα γένια του και σκεφτόταν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Παροιμ. Παπάς τα σακάλια τ’ βλογά ομπρό (Ο παπάς βλογά πρώτα τα γένια του˙ ο καθένας φροντίζει πρώτα τον εαυτό του) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. γένι