ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σακαλούς (επίθ.) σακαλούς [saka'lus] Φάρασ. σακαλού [saka'lu] Μισθ. σακαλλί [saka'li] Ουλαγ. σαχαλούς [saxa'lus] Σατ., Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. sakallı, όπου και διαλεκτ. τύπ. sahallu = γενειοφόρος.
Γενειοφόρος ό.π.τ. : Είχαμι α δάσκαλους σαχαλούς (Είχαμε ένα γενειοφόρο δάσκαλο) Σατ. -Παπαδ. Ατο τη μία, σ’ ε χωρίος ήτουν αν ατσίκ τσενέ ακ σαχαλούς κεχαγιάς (Κάποτε σε ένα χωριό ήταν ένας άρχοντας με άσπρα γένια και στόμα απύλωτο) Φάρασ. -Παπαδ.
β. Κοκκινογένης Φάρασ.
Συνών. γενάτος