σακαλούς
(επίθ.)
σακαλούς
[saka'lus]
Φάρασ.
σακαλού
[saka'lu]
Μισθ.
σακαλλί
[saka'li]
Ουλαγ.
σαχαλούς
[saxa'lus]
Σατ., Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. sakallı, όπου και διαλεκτ. τύπ. sahallu = γενειοφόρος.
Γενειοφόρος
ό.π.τ.
:
Είχαμι α δάσκαλους σαχαλούς
(Είχαμε ένα γενειοφόρο δάσκαλο)
Σατ.
-Παπαδ.
Ατο τη μία, σ’ ε χωρίος ήτουν αν ατσίκ τσενέ ακ σαχαλούς κεχαγιάς
(Κάποτε σε ένα χωριό ήταν ένας άρχοντας με άσπρα γένια και στόμα απύλωτο)
Φάρασ.
-Παπαδ.
β.
Κοκκινογένης
Φάρασ.
Συνών.
γενάτος