γενάτος
(επίθ.)
γενάτ'
[ʝeˈnat]
Αφσάρ., Φάρασ.
Πληθ.
γενάτοι
[ʝeˈnati]
Φάρασ.
Από το νεότ. επίθ. γενάτος (Λεξ. Μεούρσ.), το οπ. από μεσν. επίθ. γενειάτος/γενιάτος.
1. Μουσάτος
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Κϋσέ γενάτ'
(Καθόλου μουσάτος˙ σπανός)
Αφσάρ.
-Dawk.
Συνών.
γενιάρης, σακαλούς :1
Συνών.
γενάτος