ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γενάτος (επίθ.) γενάτ' [ʝeˈnat] Αφσάρ., Φάρασ. Πληθ. γενάτοι [ʝeˈnati] Φάρασ. Από το νεότ. επίθ. γενάτος (Λεξ. Μεούρσ.), το οπ. από μεσν. επίθ. γενειάτος/γενιάτος.
1. Μουσάτος ό.π.τ. : || Φρ. Κϋσέ γενάτ' (Καθόλου μουσάτος˙ σπανός) Αφσάρ. -Dawk. Συνών. γενιάρης, σακαλούς :1
2. Κοκκινογένης Φάρασ. Συνών. σακαλούς :1
Συνών. γενάτος
Τροποποιήθηκε: 12/11/2023