γεντιρντίζω
(ρ.)
γεdιρντίζω
[ʝedirˈdizo]
Καρατζάβ.
Aπό το τουρκ. ρ. yedirmek (αόρ. yedirdı) = κάνω κάποιον να είναι φαγωμένος, ταΐζω, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.