ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γεντιρντίζω (ρ.) γεdιρντίζω [ʝedirˈdizo] Καρατζάβ. Aπό το τουρκ. ρ. yedirmek (αόρ. yedirdı) = κάνω κάποιον να είναι φαγωμένος, ταΐζω, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Ταΐζω, προσφέρω τροφή : Να σι ποίκω ένα χοντσ̑ά, να σι γεdιρντίσω αγούσ̑’ (Να σου κάνω το τραπέζι, να σε ταΐσω πρωτόγαλα) Καρατζάβ. -ΚΜΣ-ΚΠ234 Συνών. καταπιώνω, μπεσλεντώ, ταγίζω, φαγίζω