ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπεσλεντώ (ρ.) μπεσλεdού [besleˈdu] Ουλαγ. πεσλετώ [pesleˈto] Φάρασ. πεσλετίζω [pezleˈtizo] Φάρασ. Αόρ. πεστλέησα [pesˈtleisa] Τελμ., Φλογ. μπεσλανdι̂́σω [beslaˈdɯso] Τελμ. Υποτ. μπεσλεγίσου [besleˈʝisu] Σίλ. Από το τουρκ. ρ. beslemek = τρέφω. Πβ. ποντ. πεσλεεύω = ανατρέφω.
Τρέφω ό.π.τ. : Ένα αράbης πεστλέισανε (Tάιζαν έναν αράπη στο σπίτι τους) Φλογ. -Dawk. Mια φορά ήτονε ένα παλ̑λ̑ηκάρι, ντελαν̑εινόσκι 'τερά 'τεκειά να βρει μιά ζουλειά, χεμ να ζήσ̑ει το γιαυτός του, χεμ να μπεσλεγίσ̑ει τη φαμίλιαν του (Μια φορά ήταν ένα παλληκάρι, περιπλανιόταν εδώ κι εκεί να βρει μιά δουλειά, και για να ζήσει τον εαυτό του και για να θρέψει την οικογένειά του) Σίλ. -Ταλιανίδ.Ερωτημ. Συνών. γεντιρντίζω, καταπιώνω, ντιλεύω, ταγίζω :1, φαγίζω :1