μπερντές
(ουσ. αρσ.)
μπερντές
[berˈdes]
Μισθ.
π͑ερντές
[pʰer'des]
Αφσάρ., Φάρασ.
π͑α̈ρντές
[pʰær'des]
Αφσάρ.
περτέ
[perˈte]
Φερτάκ.
Πληθ.
περντάδια
[perˈdaðʝa]
Φλογ.
Νεότ. ουσ. μπερντές (Mackridge 2021: 40), το οπ. από το τουρκ. ουσ. perde = κουρτίνα.
1. Κουρτίνα, μπερντές
Αφσάρ., Μισθ., Φάρασ., Φλογ.
2. Κουβέρτα
Αφσάρ., Φερτάκ.
:
|| Φρ.
Τεγός σο περτέ τ' 'πο κάτω να σε φυλά
(O Θεός να σε φυλάει υπό την σκέπη του˙ Ευχή)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.