μπερί
(επίρρ.)
μπερί
[beˈri]
Αραβαν., Μισθ.
μπα̈ρί
[bæˈri]
Μισθ.
περί
[peˈri]
Σίλατ.
Aπό το τουρκ. επίρρ. beri = α) από β) αφότου.
Χρον. επίρρ., από ή μέχρι
ό.π.τ.
:
Πότ' μπερί τσ̑είσ' τσ̑αού;
(Από πότε είσαι εδώ;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ως το ποίκεν περί
(Μέχρι που το έκανε)
Σίλατ.
-Χωλόπ.
Εχτές μπερί γκιοζλαΐζου
(Από χτες περιμένω)
Μισθ.
-Φατ.
Απ’ του βαβά μ’ μπερί ντεν σπέριξαμ’
(Από τον καιρό του πατέρα μου δεν σπέρναμε πια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Tσ̑oκτάν μπερί
(Προ πολλού˙ < τουρκ. <em>çokdan beri</em>)
Μισθ.
-Μακρ.