ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπερί (επίρρ.) μπερί [beˈri] Αραβαν., Μισθ. μπα̈ρί [bæˈri] Μισθ. περί [peˈri] Σίλατ. Aπό το τουρκ. επίρρ. beri = α) από β) αφότου.
Χρον. επίρρ., από ή μέχρι ό.π.τ. : Πότ' μπερί τσ̑είσ' τσ̑αού; (Από πότε είσαι εδώ;) Μισθ. -Κοτσαν. Ως το ποίκεν περί (Μέχρι που το έκανε) Σίλατ. -Χωλόπ. Εχτές μπερί γκιοζλαΐζου (Από χτες περιμένω) Μισθ. -Φατ. Απ’ του βαβά μ’ μπερί ντεν σπέριξαμ’ (Από τον καιρό του πατέρα μου δεν σπέρναμε πια) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Tσ̑oκτάν μπερί (Προ πολλού˙ < τουρκ. <em>çokdan beri</em>) Μισθ. -Μακρ.