ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπεμπέκι (ουσ. ουδ.) μπεbέκ' [beˈbek] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Δίλ., Μαλακ., Ουλαγ. μπεbέτσ̑' [beˈbetʃ] Μισθ. πεπέκ [pepek] Σινασσ., Φλογ. μπεbέ [beˈbe] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. bebek = α) μωρό, παιδί β) κούκλα γ) κόρη ματιού. Για την σημ. 3 πβ. την τουρκ. φρ. gözbebeği.
1. Μωρό Μαλακ., Ουλαγ., Σινασσ., Φλογ.
2. Κόρη Αραβαν.
3. Η κόρη του ματιού Ανακ., Αξ., Αραβαν., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Σινασσ., Φλογ. : || Φρ. Ματσ̑ού το μπεbέκ' (Ματιού η κόρη˙ η κόρη του ματιού) Αξ. -Φωστ.-Κεσ. Ματιού ντου μπεbέτσ̑' (Ματιού η κόρη˙ η κόρη του ματιού) Μισθ. -Φατ.