μπεμπέκι
(ουσ. ουδ.)
μπεbέκ'
[beˈbek]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Δίλ., Μαλακ., Ουλαγ.
μπεbέτσ̑'
[beˈbetʃ]
Μισθ.
πεπέκ
[pepek]
Σινασσ., Φλογ.
μπεbέ
[beˈbe]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. bebek = α) μωρό, παιδί β) κούκλα γ) κόρη ματιού. Για την σημ. 3 πβ. την τουρκ. φρ. gözbebeği.
1. Μωρό
Μαλακ., Ουλαγ., Σινασσ., Φλογ.
2. Κόρη
Αραβαν.
3. Η κόρη του ματιού
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Σινασσ., Φλογ.
:
|| Φρ.
Ματσ̑ού το μπεbέκ'
(Ματιού η κόρη˙ η κόρη του ματιού)
Αξ.
-Φωστ.-Κεσ.
Ματιού ντου μπεbέτσ̑'
(Ματιού η κόρη˙ η κόρη του ματιού)
Μισθ.
-Φατ.