μπελμές
(ουσ. αρσ.)
πελμές
[pelʹmes]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. ουσ. bölme = α) διαίρεση β) διαχωρισμός γ) χώρισμα δ) διάφραγμα. Πβ. τον κοινό ναυτ. όρο μπουλμές.
1. Διαχωρισμός, διαμελισμός, διαίρεση.
2. Χώρισμα.