μπελέντημα
(ουσ. ουδ.)
μπα̈λάημα
[bæʹlaima]
Μισθ.
Από το ρ. μπελεντίζω, όπου και τύπ. μπα̈λαΐζου και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Θύμηση, ανάμνηση