ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπέλκι (επίρρ.) μπέλκι [ˈbelci] Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Τελμ., Φάρασ., Φλογ. μπέλκιμ [ˈbelcim] Αραβαν., Μισθ., Σίλ., Σινασσ. μπα̈́λκις [ˈbælcis] Μισθ. μπάλκι [ˈbalci] Μισθ., Τσαρικ. μπέρκι [ˈberci] Φάρασ. πέλκ͑ι [ˈpelkʰi] Κίσκ., Σινασσ., Φάρασ. πέλκε [ˈpelce] Σινασσ. πέρκι [ˈperci] Τελμ., Φάρασ. μπελ-λέκ͑ι [belˈlekʰi] Φάρασ. πελ-λέκ͑ι [pelˈlekʰi] Αφσάρ. μπέλκετ [ˈbelcet] Τροχ. μπέλκιτεμ [ʹbelcitem] Μαλακ. Από το νεότ. επίρρ. μπελκί = τάχα (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. επίρρ. belki = ίσως, μήπως, όπου και διαλεκτ. τύπ. bâlki, belke και belliki. Και ο τύπ. μπέλκιμ νεότ. (Mackridge 2021: 40), από το τουρκ. επίρρ. belkim.
1. Ίσως, μήπως ό.π.τ. : Σφάξε 'να αρνίγ̑' ας φάγω λίγο κιριάς και τ' κοιλιά τ' ας το σαρντι̂́σω στο κεφάλι μ', μπέλκι παίρ' τα γιαράγια μ' (Σφάξε ένα αρνί να φάω λίγο κρέας και την κοιλιά του να την τυλίξω στο κεφάλι μου, ίσως μου γιατρέψει τις πληγές) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ω νταdά, έβγκαλ' τις μαπούσοι 'σ' το χαπiσλιέχι· μπέλκι να νά ’βρουνε το γιόνιν ντου (Πατέρα, βγάλε τους φυλακισμένους από την φυλακή· ίσως να βρούν τη λύση) Φάρασ. -Dawk. Τερλετίρντα το λίγο και μπέλκι νίσκεται καλά (Κάνε τον να ιδρώσει λίγο και ίσως να γίνει καλά) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Μποικέτ' αγρυπνίες και παράκλησ̑ηρια, μπέλκιμ πονεί σας Χεός (Κάντε αγρυπνίες και παρακλήσεις, ίσως σας λυπηθεί ο Θεός) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Μπα̈́λκις σήμερα να βρέξ΄ (Ίσως σήμερα βρέξει) Μισθ. -Κοτσαν. -Πότε να έρτεις; Μπέλκι το Πέφτ' γιά το Παρασκευή (-Πότε θα έρθεις; Ίσως την Πέμπτη ή την Παρασκευή) Φλογ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Ούτσ̑α γιαΐ τσ̑είσι; μπα̈́λκις έλαχαν σι απ' του μάτ'; (Γιατί είσαι έτσι; Μήπως σε μάτιαξαν;) Μισθ. -Φατ. Μπέλκετ ατζιντά μας και βοθιά μας (Ίσως μας λυπηθεί και μας βοηθήσει) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1554 Αδαρά ας πάγω τα ίσια στην Βασίλτσα του Καπαλίκα να πιάσω τα ’τίγια της· μπέλκιμ να γοπαρτίσω τίποτα (Ας πάω κατευθείαν στην Βασιλική του Καπαλίκα να πιάσω τα αφτιά της (να της μιλήσω)· ίσως να κερδίσω τίποτα) Σινασσ. -Τακαδόπ. Άνοιξα την παραθύρα και ξέβα στο λοφί, είπα πέλκι με τζαρπτούν οι πεθαμέν’ και γλυτώνω μιά και καλά (Άνοιξα το παραπόρτι και βγήκα στο λοφάκι, είπα μπορεί να μου ορμήσουν οι πεθαμένοι να γλυτώσω μιά και καλή) Σινασσ. -Λεύκωμα Ν’ τα θέκουμε σο ζυ να ιδούμε πόσα χιάδα είναι, πέλκι κατόν πενήντα, πέλκι δύο εκατό (Να το βάλουμε στην ζυγαριά να δούμε πόσες οκάδες είναι, ίσως εκατόν πενήντα, ίσως διακόσιες) Κίσκ. -Παπαδ. Nα άκουνι, μπάλκι να ειπεί κάτι (Aν άκουγε, ίσως να έλεγε κάτι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Ασμ. Πέρκι να είδες Κωστάνdινο, έχει-ν-ελιά σο μάτι του
ελιά ση χαραή του; πέρκι να είδες Κωστάνdινο;
(Mήπως είδες τον Κωσταντίνο; Έχει ελιά στο μάτι του,
ελιά στο πρόσωπό του, μήπως είδες τον Κωσταντίνο;)
Τελμ. -Lag.
Συνών. γιόξα, μάκαρες, μη
2. Περίπου, σχεδόν Αφσάρ., Σίλ., Φάρασ. : Μπέλκιμ σαράντα χρονώ (Περίπου σαράντα χρονών) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. άντζακ, καντάρ