ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άντζακ (επίρρ.) άνdζακ [ˈandzak] Αξ., Ουλαγ. άνdζ̑αχ [ˈandʒax] Αραβαν., Μισθ., Σινασσ. άντσ̑αχ [ˈantʃax] Αραβαν., Μισθ. άνdζα [ˈandza] Τροχ., Φλογ. άντσ̑α [ˈantʃa] Τροχ., Φάρασ. άντσ̑ας [ˈantʃas] Φάρασ. άνdζ̑αμι [ˈandʒami] Μισθ. Από το τουρκ. επίρρ. ancak και anca= α) μόνο β) μόλις γ) αλλά δ) τόσο, όπου και διαλεκτ. τύπ. ancah. Για τον τύπ. άνdζαμι πβ. ποντ. άντζαν (ΙΛΝΕ: λ. άντζ̑ακ).
1. Μόλις ό.π.τ. : Άνdζακ ήρτα (Μόλις ήρθα) Ουλαγ. -Κεσ. Άνdζαχ το ψωμί μ' γούλτωνα (Μόλις που έβγαζα το ψωμί μου) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Άνdζ̑αχ που πρόλαβα (Μόλις που πρόλαβα) Μισθ. -Κοτσαν. Άνdζαμι έκατσις τσαού, τέλειουσει φασαρία (Μόλις έκατσες εκεί, τέλειωσε η φασαρία) Μισθ. Πήγε σο Γιοροσάλεμα Ραφαήλ τρεις γονείς άνdζα πριν (Ο Ραφαήλ πήγε στα Ιεροσόλυμα μόλις πριν από τρεις γενιές) Τροχ. -ΚΜΣ-ΚΠ290 Άνdζα χαπάντ'σεν τον κώλο τ' (Μόλις που κάλυψε τον πάτο του δοχείου, ενν. η μικρή ποσότητα υγρού) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. ακόμα :2
2. Μόνον, ό.π.τ. : Άνdζακ ντο γιαυτού τ’ ξεύρει (Μόνον τον εαυτό του ξέρει) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. γιάλινιζ, μοναχά, μόνο :1, τσίχλα
3. Τελικά, εν τέλει Μισθ. : Άνdζ̑αμι πή'α ήβρα ντ' λούβα μ' Κυριάκου (Εν τέλει πήγα έφερα τον θείο μου Κυριάκο ) -ΑΠΥ-Καρατσ. Έκλουσα, ράντσ̑α, πάλ' λέου ιτό τις 'νι; ιτό 'νι λέου· άνdζ̑αμι τσ̑όουσι ισύ (Γύρισα, κοίταξα, αυτός πάλι λέω ποιος είναι; αυτός είναι λέω· εν τέλει ήσουν εσύ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ντε μπόρισκα να ποίκου τσι μαναχό μ' ένα σ̑έι λέ', άνdζ̑αμι λέ' ντοιστήχα λέ', τί να κάνου (Δεν μπορούσα να κάνω και μοναχός μου τίποτα λέει, εν τέλει λέει, «παντρεύτηκα λέει, τι να κάνω) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
4. Περίπου τόσο Μισθ. : Άντσ̑αχ σουν ατό τσ̑όδουν (Περίπου σαν αυτό, περίπου τόσο ήταν) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. καντάρ, μπέλκι, όσος