ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αντίμ (ουσ. ουδ.) αdι̂́μ [aˈdɯm] Δίλ. Από το τουρκ. ουσ. adım = α) βήμα ως κίνηση β) βήμα ως μονάδα μέτρησης μήκους.
Bήμα ως μονάδα μήκους, δρασκελιά, περ. 1 μέτρο Δίλ. : Με αdι̂́μια μέτραναμ’ το κόμμα (Με δρασκελιές μετράγαμε το χωράφι) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Συνών. ασκελημιά, ασκέλισμα :2
Τροποποιήθηκε: 04/11/2024