αντίμ
(ουσ. ουδ.)
αdι̂́μ
[aˈdɯm]
Δίλ.
Από το τουρκ. ουσ. adım = α) βήμα ως κίνηση β) βήμα ως μονάδα μέτρησης μήκους.
Bήμα ως μονάδα μήκους, δρασκελιά, περ. 1 μέτρο
Δίλ.
:
Με αdι̂́μια μέτραναμ’ το κόμμα
(Με δρασκελιές μετράγαμε το χωράφι)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Συνών.
ασκελημιά, ασκέλισμα :2