ανυπόλυτος
(επίθ.)
ανυπόλυτo
[aniˈpolitο]
Τροχ.
ανυπόλ’τος
[aniˈpoltos]
Σινασσ.
ανυπόλ'τo
[aniˈpolto]
Αξ., Αραβ., Μαλακ., Μισθ., Τροχ., Φλογ.
ανυπόλˈdo
[aniˈpoldo]
Μισθ.
αλυπόλ'τους
[aliˈpoltus]
Μισθ., Σίλ.
αλυπόρτo
[aliˈporto]
Γούρδ.
αλυπόρ'τους
[aliˈportus]
Σίλ.
'νυπόλυτος
[niˈpolitos]
Τσουχούρ., Φάρασ.
αλυπόρτσ̑ινο
[aliˈportʃino]
Αραβαν.
Θηλ.
ανυπόλτσ̑ισσα
[aniˈpoltʃissa]
Σίλ.
Μεσν. επίθ. ἀνυπόλυτος. Η λ. και Κύπρ. O τύπ. αλυπόλ’τους με υποχωρητ. αφομ. O τύπ. αλυπόρ’τους με ομαλή τροπή [l] > [r] προ συμφώνου.
1. Ξυπόλυτος, χωρίς υποδήματα
ό.π.τ.
:
Τι πορπατείς ανυπόλ’τος;
(Γιατί περπατάς ξυπόλυτος;)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Ασ' σα σ̑όνια μέσα ανυπόλ’το έτρεξε και πιάσεν το
(Μέσα στα χιόνια ξυπόλυτος έτρεξε και τον έπιασε)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
'νυπόλυτα 'υμνά για σως το βραδύ παίσκανι γιάνκανι χαρούσανdι
(Ξυπόλυτα, γυμνά (ενν. τα παιδιά) αλλά ως το βράδυ έπαιζαν, γέλαγαν, χαιρόντουσαν)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Ήμουστουν μιτσίκα, ε παπούτσα τζ̑οὔχαμι, 'νυπόλυτα είμαστι
(Ήμασταν μικρά, και παπούτσια δεν είχαμε, ξυπόλυτα είμαστε)
Τσουχούρ.
-VLACH
Βρίζ'νι ντα κ'λάτσ̑α, ιμείς τσ̑όδι, αβά σι στόμα, ανυπόλ'ντα 'ς αγκάχια απάν', ντεν είχαμ' φορτσ̑ές να φορώσουμ'
(Βρίζουνε τα παιδιά, αλλά εμείς τότε, (γαμώ) του μπαμπά σου το στόμα, ξυπόλυτοι πάνω στ' αγκάθια, δεν είχαμε ρούχα να φορέσουμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Παροιμ.
Τα ποράδε του 'νυπόλυτα, το τσ̑ουφάλι τ' 'υμνό
(Τα πόδια του ξυπόλυτα, το κεφάλι του γυμνό˙ για τους εξαθλιωμένους οφειλέτες οι οποίοι δεν μπορούν να πληρώσουν τα χρέη τους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Σο 'νυπόλυτο παποτσού καdζί τσ̑ο φτένουν
(Στον ξυπόλυτο λόγο για παπούτσια δεν κάνουν˙ στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλάνε για σχοινί)
Φάρασ.
-Κελεκ.
2. Το ουδ. πληθ. και ως επίρρ.
Αξ., Μαλακ., Μισθ., Τροχ., Φλογ.
:
Ανυπόλ'ντα κλώχιξαμ'
(Τριγυρίζαμε ξυπόλυτοι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Φρ.
Ανυπόλ’τα ασ̑κιούβαλα
(Ξυπόλυτα ξεσκούφωτα˙ για κάποιον εξαθλιωμένο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.