άντραναίκα
(ουσ.)
άνdραναίκα
[ˈandraˈneka]
Αραβ., Ουλαγ.
ανdρασυναίκα
[andrasiˈneka]
Μισθ.
άνdρας-και-ναίκα
[ˈandrasceˈneka]
Αξ.
Από τα ουσ. άντρας και γυναίκα, όπου και τύπ. ναίκα, χωρίς συνδ. φωνήεν.
Ανδρόγυνο
ό.π.τ.
:
Ατά ανdρασυναίκα βέρα ντοϊστίζ'νι
(Αυτό το ανδρόγυνο συνέχεια μαλώνει)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Βαχτι̂́ μπιρλιινdέ ήτον ένα άνdρα-ναίκα
(Μιά φορά κι έναν καιρό ήταν ένα αντρόγυνο)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ήχτον ένα άνdρας-και-ναίκα· είχαν εφτά μπαιδιά
(Ήταν ένα αντρόγυνο· είχαν εφτά παιδιά)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ερχότον το πετερά ασ' σο εκκλησά, άνdρα-ναίκα παίνισκαμ' σο ιρμάχ'
(Ερχόταν η πεθερά από την εκκλησία, το ανδρόγυνο πηγαίναμε στο ποτάμι)
Αραβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ164
Πβ.
άντρας