ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άντραναίκα (ουσ.) άνdραναίκα [ˈandraˈneka] Αραβ., Ουλαγ. ανdρασυναίκα [andrasiˈneka] Μισθ. άνdρας-και-ναίκα [ˈandrasceˈneka] Αξ. Από τα ουσ. άντρας και γυναίκα, όπου και τύπ. ναίκα, χωρίς συνδ. φωνήεν.
Ανδρόγυνο ό.π.τ. : Ατά ανdρασυναίκα βέρα ντοϊστίζ'νι (Αυτό το ανδρόγυνο συνέχεια μαλώνει) Μισθ. -Κοτσαν. Βαχτι̂́ μπιρλιινdέ ήτον ένα άνdρα-ναίκα (Μιά φορά κι έναν καιρό ήταν ένα αντρόγυνο) Ουλαγ. -Κεσ. Ήχτον ένα άνdρας-και-ναίκα· είχαν εφτά μπαιδιά (Ήταν ένα αντρόγυνο· είχαν εφτά παιδιά) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ερχότον το πετερά ασ' σο εκκλησά, άνdρα-ναίκα παίνισκαμ' σο ιρμάχ' (Ερχόταν η πεθερά από την εκκλησία, το ανδρόγυνο πηγαίναμε στο ποτάμι) Αραβ. -ΚΜΣ-ΚΠ164 Πβ. άντρας