άντρας
(ουσ. αρσ.)
άνdρας
[ˈandras]
Αξ., Μισθ., Ποτάμ., Σεμέντρ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ.
άνdρα
[ˈandra]
Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Φάρασ., Φλογ.
Πληθ.
άνdρες
[ˈandres]
Αξ.
άνdρις
[ˈandris]
Μαλακ., Μισθ.
άνdροι
[ˈandri]
Ποτάμ., Φάρασ.
άdρηροι
[ˈadriri]
Σίλ.
Μεσν. ουσ. ἄντρας, το οπ. από το αρχ. ἀνήρ, αιτ. ἄνδρα.
1. Άνθρωπος αρσενικού γένους που έχει περάσει την εφηβική ηλικία
ό.π.τ.
:
Γιατσ̑ί ντε φαίνεται στο χωριό σερνικός; Τ' άνdρες σας πούγε πήγαν;
(Γιατί δεν φαίνεται κανένας αρσενικός στο χωριό; Οι άντρες σας πού πήγαν;)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ναίκα λέει σο άνdρα τ'
(Η γυναίκα λέει στον άντρα της)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Σο ένα σο μέρο κάθονdαι τα γιργές, σο ένα σο μέρο τα άνdρες κάθονdαι
(Στην μιά πλευρά κάθονται οι γέροι και στην άλλη πλευρά κάθονται οι (μη ηλικιωμένοι) άντρες)
Ανακ.
-Cost.
'σ' σις άνdρις κανείνα τζ̑ο 'φήκαν· πήραν τα οι ασκέροι
(Από τους άντρες δεν άφησαν κανέναν· τους πήραν οι στρατιώτες)
Φάρασ.
-Bağr.
Που ερχούσαν οι άνdροι μας από τη Πόλη, στρώνισκαν εκεί τα μινdέρια και γλενdούσαν
(Όταν γύριζαν οι άντρες μας από την Πόλη, έστρωναν εκεί τα κιλίμια και γλεντούσαν)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ328
Σωρεύταν τσ̑ιπ του σπιτού οι άνdροι
(Μαζεύτηκαν όλοι οι άντρες του σπιτιού)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Άdρηροι παγαίνουσ̑ι, μάναχα τα κορίτσα ρέν ξεβαίνουσ̑ι όξου
(Οι άντρες πηγαίνουν, μόνο τα κορίτσια δεν βγαίνουν έξω)
Συνών.
άθρωπος, άντρας :1, σερνικός, χερίφος
2. Ο αρσενικός σύζυγος
ό.π.τ.
:
Το κορίσ̑' και άνdρα τ' ως κοιμόσαν, ήρτε το κλέφτσ̑ης, για να πάρ' το κορίσ̑'
(Ενώ κοιμόντουσαν το κορίτσι και ο άντρας της, ήρθε ο κλέφτης για να πάρει το κορίτσι)
Γούρδ.
-Dawk.
Φαρμάκουσι ντ' άνdρα τ'
(Δηλητηρίασε τον άντρας της)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Το κορίτσ̑ι τ' ασ' τα χαβάσ̑α τ' ζομπόλ’σε ανdρού τ' το öγΰζ και λέει: «Πατέρα, έτο 'ναι το 'μό άνdρα μ'»
(Το κορίτσι απ' την χαρά του ξέχασε του άντρα της την συμβουλή και λέει: «Πατέρα, αυτός είναι ο άντρας μου»)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
«Άνdρα" δε λένκαμε ποτέ, μόνο «νομάτη»· να πούμε «Έρχεται ο άνdρας μου»; Παναΐα μου! Ντρεπόμαστε! «Έρχεται ο νομάτη μου», αυτό ήτανε καλό
(Άντρα δεν λέγαμε ποτέ, μόνο σύζυγο· να πούμε Έρχεται ο άντρας μου;. Παναγία μου! Ντρεπόμαστε! Έρχεται ο σύζυγός μου, αυτό ήτανε καλό)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
Άνdρα τ' ξάδελφό μ' ντουν
(Ο άντρας της ήταν ξάδελφός μου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Άνdρα μ' πήιν ασκιάρους
(Ο άντρας μου πήγε φαντάρος)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Άνdρα και ναίκα, άνdρας τσι ναίκα
(Άντρας και γυναίκα˙ αντρόγυνο)
Μισθ., Φλογ., Αξ., Αραβαν.
-Μαυρ.-Κεσ.
Νίσ̑κουμαι ασ' τον άνdρά μ'
(Γίνομαι απ' τον άντρα μου˙ χωρίζω από τον άντρα μου)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Το πιάν' ομούσ̑' 'σ' σο γι̂ρι̂́χ̇' ıτ', νίσ̑κεται ασ' το άνdρα τ'
(Αυτή που πιάνει ελπίδα στον ερωμένο της, γίνεται από τον άντρα της ˙ όποια βασίζεται στον ερωμένο της, χάνει τον άντρα της)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
αφέντης, νομάτης, σερνικός, χερίφος