αξιάζω
(ρ.)
αξιάζω
[aksiˈazo]
Σινασσ.
Μεσν. ρ. ἀξιάζω.
Αξίζω, μόνο σε άσμ.
:
|| Ασμ.
Καλή μ' τα χείλια χίλια αξιάζει τα, τα μάτια δυο χιλιάδες
και το λιγνό της το κορμίν την Πόλιν αγοράζει ( (Η καλή μου τα χείλια της αξίζουν χίλια, τα μάτια της δυο χιλιάδες
και το λιγνό της το κορμί την Πόλη αγοράζει)) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. αξιάζω, αχρήζω, λαχαίνω, ποίκω
και το λιγνό της το κορμίν την Πόλιν αγοράζει ( (Η καλή μου τα χείλια της αξίζουν χίλια, τα μάτια της δυο χιλιάδες
και το λιγνό της το κορμί την Πόλη αγοράζει)) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. αξιάζω, αχρήζω, λαχαίνω, ποίκω