απάκι
(ουσ. ουδ.)
απάκι
[aˈpaci]
Σίλατ., Σίλ.
Από το μεσν. ουσ. ἀπάκιν.
Κομμάτι παστού κρέατος
ό.π.τ.
:
Σου βίπνου σου κι ’γώ 'ς ένα τσικ-κί απέσου τέσσερα απάκια παστουρμά
(Σου στέλνω κι εγώ μέσα σε ένα κιούπι τέσσερα κομμάτια παστουρμά)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ3