ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

απάκι (ουσ. ουδ.) απάκι [aˈpaci] Σίλατ., Σίλ. Από το μεσν. ουσ. ἀπάκιν.
Κομμάτι παστού κρέατος ό.π.τ. : Σου βίπνου σου κι ’γώ 'ς ένα τσικ-κί απέσου τέσσερα απάκια παστουρμά (Σου στέλνω κι εγώ μέσα σε ένα κιούπι τέσσερα κομμάτια παστουρμά) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ3